σακ(κ)ούλα

σακ(κ)ούλα
η
1) мешочек; кулёк, пакет; 2) кошелёк;

§ κρατάει ( — или βαστάει, βροντάει) η σακ(κ)ούλα του — у него деньги водятся;

κάμε καινούργια σακ(κ)ούλα να τα βάλεις! — держи карман шире!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σακ(κ)ούλα" в других словарях:

  • σακουλήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σακούλα 2. αυτός που περιέχεται σε σακούλα ή προέρχεται από σακούλα («σακουλήσιο γιαούρτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σακ(κ)ούλα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, μοσχαρ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • σακουλομαζώνω — Ν 1. μαζεύω κάτι μέσα σε σακούλι ή μαζεύω κάτι με την σακούλα 2. μαζεύω τα σακούλια μου, δηλαδή τις αποσκευές μου 3. παροιμ. «άκουγε γριά, και γροίκα και σακουλομάζωνε» λέγεται για εκείνους που εκδιώχθηκαν αντικανονικά από μια θέση ή υπηρεσία.… …   Dictionary of Greek

  • σακούλα — η, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος 2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων 3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει 4. σακίδιο… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»